Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η σερβιτόρα

См. также в других словарях:

  • μπάργουμαν — η άκλ. σερβιτόρα σε μπαρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. bar woman «γυναίκα που εργάζεται σε μπαρ»] …   Dictionary of Greek

  • σερβιτόρος — ο, θηλ. σερβιτόρα και σερβιτόρισσα, Ν 1. υπάλληλος εστιατορίου, ζαχαροπλαστείου, καφενείου, που έργο του είναι το σερβίρισμα τών πελατών, γκαρσόνι 2. υπηρέτης οικίας που ασχολείται με το σερβίρισμα φαγητών και ποτών σε ένα γεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • Μανέ, Εντουάρ — (Edouard Manet, Παρίσι 1832 – 1883). Γάλλος ζωγράφος. Ο πατέρας του ήταν ένας ευκατάστατος ανώτερος δικαστικός, ο οποίος επιθυμούσε να ακολουθήσει ο γιος του τη δική του σταδιοδρομία, παρά την καλλιτεχνική κλίση του. Το 1848 ο νεαρός Μ., για να… …   Dictionary of Greek

  • σερβιτόρος — ο θηλ. σερβιτόρα (λ. ιταλ.) 1. υπάλληλος εστιατορίου ή καφενείου, γκαρσόνι. 2. αυτός που σερβίρει τα φαγητά ή τα ποτά, υπηρέτης, τραπεζοκόμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»