-
1 официант
официант м о σερβιτόρος, το γκαρσόνι· \официантка ж η σερβιτόρα* * *м; ж - официанткаο σερβιτόρος, το γκαρσόνι -
2 официантка
ж; м - официантη σερβιτόρα -
3 официантка
официант||каж ἡ σερβιτόρα -
4 официантка
[αφιτσυάντκα] ουσ. θ. σερβιτόρα -
5 официантка
[αφιτσυάντκα] ουσ θ σερβιτόρα -
6 подавальщик
-а α.-на, -ы θ.μεταδότης, -τρια•подавальщик сырья μεταδότης υλικών•
подавальщик снопов δεματοδότης στάχεων•
подавальщик бетона τσιμεντοδό-της.
|| (μόνο θ. -ца) η σερβιτόρα.
См. также в других словарях:
μπάργουμαν — η άκλ. σερβιτόρα σε μπαρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. bar woman «γυναίκα που εργάζεται σε μπαρ»] … Dictionary of Greek
σερβιτόρος — ο, θηλ. σερβιτόρα και σερβιτόρισσα, Ν 1. υπάλληλος εστιατορίου, ζαχαροπλαστείου, καφενείου, που έργο του είναι το σερβίρισμα τών πελατών, γκαρσόνι 2. υπηρέτης οικίας που ασχολείται με το σερβίρισμα φαγητών και ποτών σε ένα γεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
Μανέ, Εντουάρ — (Edouard Manet, Παρίσι 1832 – 1883). Γάλλος ζωγράφος. Ο πατέρας του ήταν ένας ευκατάστατος ανώτερος δικαστικός, ο οποίος επιθυμούσε να ακολουθήσει ο γιος του τη δική του σταδιοδρομία, παρά την καλλιτεχνική κλίση του. Το 1848 ο νεαρός Μ., για να… … Dictionary of Greek
σερβιτόρος — ο θηλ. σερβιτόρα (λ. ιταλ.) 1. υπάλληλος εστιατορίου ή καφενείου, γκαρσόνι. 2. αυτός που σερβίρει τα φαγητά ή τα ποτά, υπηρέτης, τραπεζοκόμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)